- πολίτης
- ο, θηλ. πολίτις, ΝΜΑ, ιων. τ. πολιήτης, δωρ. τ. πολιάτας, θηλ. πολιᾶτις και πολιῆτις, Α, και πολίτισσα ΝΜ, πολῖτις, -ίτιδος, ΜΑκάτοικος πόλης ο οποίος έχει πολιτικά δικαιώματα, κάθε μέλος πολιτείας το οποίο έχει το δικαίωμα τού εκλέγεσθαι («πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης», ΚΔ.)νεοελλ.1. κάτοικος ενός κράτους ο οποίος έχει την αντίστοιχη ιθαγένεια και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν, υπήκοος («είναι Αμερικανός πολίτης»)2. ιδιώτης, σε αντιδιαστολή προς τις αρχές ή προς τους στρατιωτικούς και τους κληρικούς («καλός πολίτης» — λέγεται ως ευχή σε στρατιώτη που πρόκειται να απολυθεί)3. ως κύριο όν. ο Πολίτης, η Πολίτισσαο κάτοικος της Κωνσταντινούπολης ή αυτός που κατάγεται από την Κωνσταντινούπολη, Κωνσταντινουπολίτης4. φρ. «ακαδημαϊκός πολίτης» — φοιτητής ανώτατης σχολήςαρχ.1. κάτοικος τής ίδιας πόλης, συμπολίτης («διὰ τοῦτο βλάπτεσθαί ἐστιν ὁ πατήρ... ὅτι ὑμῶν ἐστι πολίτης», Λυσ.)2. το θηλ. ἡ πολιᾱτιςπροσωνυμία τής Αθηνάς στην Τεγέα3. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη (α. «θεοί πολῑται» — πολιούχοι θεοί, Αισχύλ.β. «πολίτης δῆμος» — ο δήμος τής πόλης, Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + κατάλ. -ίτης (πρβλ. οπλ-ίτης), ενώ ο τ. πολιήτης / πολιᾱτᾱς, έχει σχηματιστεί κατά τα κωμ-ήτης/κωμ-ᾱτᾱς, οἰκι-ήτης/οἰκι-ᾱτᾱς (για τη σημ. βλ. και λ. πόλη)].
Dictionary of Greek. 2013.